ασπούδαστος

ασπούδαστος
-η, -ο (Α ἀσπούδαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σπούδασε, που έμεινε αμόρφωτος
2. αυτός που δεν μελετήθηκε ή αυτός που μπορεί να μελετηθεί δύσκολα
αρχ.
1. αυτός που δεν επιζητήθηκε με ζήλο
2. αυτός τον οποίο δεν πρέπει κάποιος να επιζητεί, ο επιβλαβής
3. (το ουδ. στον ενικό ως ουσ.) τὸ ἀσπούδαστον
η αδιαφορία για κάτι
4. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀσπούδαστα
αυτά που δεν είναι άξια σπουδής, τα χωρίς ενδιαφέρον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασπούδαστος — ασπούδαστος, η, ο και ασπούδαχτος, η, ο αυτός που δε σπούδασε κανονικά, ο ανεκπαίδευτος: Ασπούδαχτος αυτός, έβαζε κάτω σπουδαγμένους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀσπούδαστος — ἀσπούδαστος , ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπουδάστως — ἀσπούδαστος not zealously pursued adverbial ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπούδαστον — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem acc sg ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπουδάστου — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπουδάστων — ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπούδαστα — ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπούδαστ' — ἀσπούδαστα , ἀσπούδαστος not zealously pursued neut nom/voc/acc pl ἀσπούδαστε , ἀσπούδαστος not zealously pursued masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπουδος — ἄσπουδος, ον (Α) [σπουδή] Ι. 1. αυτός που δεν επιδιώκει κάτι σπουδαίο, που δεν έχει φιλοδοξίες 2. εκείνος τον οποίο δεν πρέπει κανείς να επιζητεί, ρ ασπούδαστος 3. ο αμελής, ο ράθυμος II. επίρρ. ἀσπούδως χωρίς φροντίδα, αμελώς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”